Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀπὸ θεμελίων

  • 1 ἀνεγείρω

    A wake up, rouse,

    ἐξ ὕπνου Il.10.138

    ;

    ἐκλεχέων Od.4.730

    ;

    τὴν ἀηδόνα Ar.Av. 208

    :—[voice] Pass., E.HF 1055;

    ἀνηγέρθη X.An.3.1.12

    , AP11.257 (Lucill.): poet. [tense] aor. [voice] Med.

    ἀνεγρόμην A.R.1.522

    ;

    ἀναέγρετο Maiist.31

    .
    II metaph., wake up, raise,

    κῶμον Pi.I.8(7).2

    ;

    μολπήν Ar.Ra. 370

    :—[voice] Pass.,

    ἀνεγειρομένα φάμα Pi.I.4(3).23

    .
    2 metaph. also, rouse, encourage,

    ἀνέγειρα δ' ἑταίρους μειλιχίοις ἐπέεσσι Od.10.172

    ; stir, rouse the spirit of,

    θυμοειδῆ ἵππον X.Eq.9.6

    :—[voice] Med., take heart, Ph.2.120.
    III of buildings, raise,

    δόμον AP9.693a

    , cf. Lib.Or.11.56;

    ἀπὸ θεμελίων OGI422

    ([place name] Judaea).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνεγείρω

  • 2 θεμέλιος

    θεμέλιος, ου, ὁ (s. prec. and next entry; Thu. 1, 93, 2; Polyb. 1, 40, 9; Lucian, Calum. 20; Macho Com., Fgm. 2 V. 2 K. [in Athen. 8, 346a]; Epict. 2, 15, 8; SIG 888, 55; 70; LXX [s. Thackeray 154]; En 18:1; TestSol 8:12 τοὺς θ. τοῦ ναοῦ; JosAs 15:13 cod. A [p. 62, 12 Bat.] ἀπὸ τῶν θεμελίων τῆς ἀβύσσου; Philo, Cher. 101, Spec. Leg. 2, 110; Jos., Bell. 5, 152, Ant. 5, 31; 11, 19; loanw. in rabb. In our lit. the masc. is certainly sg. in 1 Cor 3:11f; 2 Tim 2:19; Rv 21:19b; 1 Cl 33:3; Hs 9, 4, 2; 9, 14, 6; pl. in Hb 11:10; Rv 21:14, 19a)
    the supporting base for a structure, foundation
    of a stone that constitutes a foundation (cp. Aristoph., Aves 1137 θεμέλιοι λίθοι: here θεμέλιος is an adj.) θεμελίους Rv 21:14; οἱ θ. 19a; ὁ θ. 19b.
    of the structural base for a building (Diod S 11, 63, 1 ἐκ θεμελίων; Philo, Exsecr. 120 ἐκ θεμελίων ἄχρι στέγους οἰκίαν; TestSol 8:12 ὀρύσσειν τοὺς θ. τοῦ ναοῦ) χωρὶς θεμελίου Lk 6:49. τιθέναι θεμέλιον (cp. Hyperid. 6, 14) 14:29; ἐπί τι on someth. 6:48. The foundations of the heavenly city built by God τοὺς θ. Hb 11:10 (s. RKnopf, Heinrici Festschr. 1914, 215; LMuntingh, Hb 11:8–10 in the Light of the Mari Texts: AvanSelms Festschr. ’71, 108–20 [contrasts ‘tents of Abraham’ w. the city]).
    the basis for someth. taking place or coming into being, foundation, fig. extension of mng. 1
    of the elementary beginnings of a thing; of the founding of a congregation ἐπʼ ἀλλότριον θ. Ro 15:20; θεμέλιον ἔθηκα 1 Cor 3:10; οἰκοδομεῖν ἐπὶ τὸν θ. 12. Of elementary teachings θεμέλιον καταβάλλεσθαι lay a foundation (Dionys. Hal. 3, 69; cp. the lit. use Jos., Ant. 11, 93; 15, 391) Hb 6:1. θεμέλιος τῆς οἰκοδομῆς Hs 9, 4, 2; of Christ s. 2b.
    of the indispensable prerequisites for someth. to come into being: God’s will is the foundation of an orderly creation ἐπὶ τὸν ἀσφαλῆ … θ. 1 Cl 33:3. The foundation of the Christian church or congregation: Christ θ. … ἄλλον … θεῖναι 1 Cor 3:11 (AFridrichsen, TZ 2, ’46, 316f); αὐτὸς θεμέλιος αὐτοῖς ἐγένετο he (God’s son) became its foundation Hs 9, 14, 6; the apostles and prophets ἐπὶ τῷ θ. Eph 2:20; cp. ὁ … στερεὸς … θ. 2 Ti 2:19.
    a foundation provides stability, therefore treasure, reserve (Philo, Sacr. Abel. 81 θεμέλιος τῷ φαύλῳ κακία, Leg. All. 3, 113) 1 Ti 6:19 θεμέλιον καλὸν εἰς τὸ μέλλον = ‘something fine to build on for the future’.—DELG s.v. θεμός. Frisk s.v. θέμεθλα. M-M. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > θεμέλιος

  • 3 σαλεύω

    + V
    0-7-12-41-19=79 Jgs 5,5; 2 Sm 22,37; 2 Kgs 17,20; 21,8
    A: to cause to rock [τινα] Sir 29,17; to shake (the head) [τι] Ps 108(109),25; to shake, to afflict [τινα] 2 Kgs 17,20; to stir up [τινα] Sir 28,14
    P: to be driven to and fro (by the wind) Wis 4,4; to be shaken, to be moved (of the sea) Ps 97(98),7; to be shaken (of mountains) Jgs 5,5; to be shaken, to tremble Zech 12,2; to slip (of steps) Ps 16(17),5; to totter 2 Sm 22,37; to stagger Ps 106 (107),27; to tremble, to shudder (from fear) Eccl 12,3; to be moved, to waver, to change one’s mind Jb 41,15; to be shaken, to be in sore distress Sir 13,21; to wander Ps 108(109),10; to be (re)moved DnTh 4,14
    τοῦ σαλεῦσαι τὸν πόδα Ισραηλ ἀπὸ τῆς γῆς to remove Israel’s foot from the land 2 Kgs 21,8 et al.; βοοζύγιον σαλευόμενον an ox yoke rubbing and chafing the neck, a hard yoke Sir 26,7; σαλεύσει αὐτοὺς ἐκ θεμελίων he shall shake them to their foundations, he shall eradicate them from their foundations Wis 4,19
    *Hab 2,16 σαλεύθητι καὶ σείσθητι shake and quake-והרעל (cpr. 1QpHab 11,9, see σείω) for MT והערל be uncircumcised
    Cf. HELBING 1928, 320; TALMON 1964, 131; →NIDNTT; TWNT
    (→διασαλεύω,,)

    Lust (λαγνεία) > σαλεύω

  • 4 ἕρμα

    A prop, support: in pl., of the props used to keep ships upright when hauled ashore,

    νῆα..ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν Il.1.486

    , cf. 2.154: metaph., of men, ἕ. πόληος prop or stay of the city, 16.549, Od.23.121, Epigr.Gr. 452.11 ([place name] Syria); τοῦτο..οἷον ἕ. πόλεως κείσθω as a foundation for the city, Pl.Lg. 737b;

    ὥσπερ ἕ. τῆς πολιτείας βέβαιον Plu.2.814c

    ;

    ἕ. ἐχέγγυον [ἑταιρίας] D.C.Fr.40.15

    ;

    ὥσπερ ἕρματος ἀεὶ δεόμενοι τῆς τροφῆς Gal.19.208

    .
    2 sunken rock, reef, Alc.Supp.26.6, Hdt.7.183, Th. 7.25, E.Hel. 854;

    ἄσημα ἕ. Anacr.38

    ;

    ἄφαντον ἕ. A.Ag. 1007

    (lyr.), cf.Eu. 564 (lyr.);

    ἕ. ὕφαλα D.H.1.52

    ; ἕ. γῆς ἁπαλόν a soft bank of mud, App.BC5.101.
    3 cairn, barrow,

    πρὸς ἕρμα τυμβόχωστον..τάφου S.Ant. 848

    (lyr., nisi leg. ἕργμα); Ἑρμᾶν ἀφετήριον ἕρμα starting-post, AP9.319 (Philox.); ἕρματα τῶν θεμελίων ruins of the foundations, D.S.5.70.
    4 that which keeps a ship steady, ballast, Plu.2.782b; of stones with which cranes and bees were supposed to steady themselves in their flight, Arist.HA 597b1, 626b25;

    μετὰ τῶν γεράνων ἀναχωρῶ πάλιν, ἀνθ' ἕρματος πολλὰς καταπεπωκὼς δίκας Ar.Av. 1429

    : metaph.,

    τῆς ψυχῆς ἐχούσης ἕ. Chrysipp.Stoic.2.299

    ;

    τὸ ἀπὸ τῆς φρονήσεως ἕ. Socr.

    ap. Stob.3.3.61;

    οἷον ἕ. τὴν τῶν γερόντων ἀρχὴν θεμένη Plu.Lyc.5

    ;

    οὔτε τι ἕ. ἐν τῇ ψυχῇ ἔχει D.C.46.3

    ; also λαβοῦσα ἕ. Δῖον having conceived by Zeus, A.Supp. 580 (lyr.); so perh. μελαινέων ἕρμ' ὀδυνάων freight of dark pains, Il.4.117 (athetized by Aristarch.).
    II ( εἴρω A) in pl.,

    ἕρματα

    ear-rings,

    14.182

    , Od.18.297; band, noose, Ael. NA17.35; a serpent's coils, ib.37.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἕρμα

См. также в других словарях:

  • γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι …   Dictionary of Greek

  • Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… …   Dictionary of Greek

  • θεμελίωση — Το υπόγειο τμήμα ενός κτιρίου, γέφυρας ή άλλου χτίσματος που προορίζεται να υποβαστάζει το υπέργειο κτίσμα, δηλαδή τις λεγόμενες υπερυψωμένες κατασκευές. Οι θ. των οικοδομών ταξινομούνται στους εξής κύριους τύπους: συνεχείς, συνολικού οικοπέδου… …   Dictionary of Greek

  • έρμα — το (AM ἕρμα) πρόσθετο βάρος το οποίο τοποθετείται στο κύτος πλοίου ή λέμβου για να αυξήσει την ευστάθειά τους, η σαβούρα νεοελλ. 1. πρόσθετο βάρος, το οποίο τοποθετείται στη λέμβο αερόστατου, για να ρυθμίζεται η ανύψωσή του 2. στρώμα από σκύρα,… …   Dictionary of Greek

  • Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • Δωδεκάνησα — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.663 τ. χλμ., 190.071 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα τη Ρόδο. Βρίσκονται στο νοτιοανατολικό τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται Ν της Σάμου και της Ικαρίας έως το Λιβυκό πέλαγος και Α των… …   Dictionary of Greek

  • φυσική — Επιστήμη που μελετά τη δομή και τις ιδιότητες της ύλης σε όλες τις πολυποίκιλες συνθήκες και μορφές της, καθώς επίσης τους νόμους που ρυθμίζουν την κίνησή της και τις αμοιβαίες μετατροπές. Αν και η μελέτη της φύσης προκάλεσε το ενδιαφέρον των… …   Dictionary of Greek

  • απειροστικός λογισμός — Ένας από τους πιο βασικούς και δημιουργικούς κλάδους των μαθηματικών. Η προσφορά του στον ανθρώπινο πολιτισμό, ανεξάρτητα από τη γοητευτική ομορφιά των εννοιών και των μεθόδων του που αφορά τους επαΐοντες, είναι τεράστια. Γενικά, η οφειλή της… …   Dictionary of Greek

  • αντοχή — Η δύναμη του υλικού σώματος να αντιστέκεται σε ενέργειες που μπορούν να αλλάξουν τη μορφή ή τη σύστασή του. α., διηλεκτρική. Η διηλεκτρική α. είναι η μέγιστη τιμή της διαφοράς δυναμικού (τάσης), η οποία μπορεί να εφαρμοστεί μεταξύ δύο αγωγών,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»